-
1 εὐθύς
A straight, direct, whether vertically or horizontally, opp. σκολιός, καμπύλος, Pl.Tht. 194b, R. 602c, etc.; κατὰ τὸ εὐθὺ ἑστάναι stands still with reference to the vertical, of a spinning top, ib. 436e; εὐ. πλόος, ὁδοί, Pi.O.6.103, N.1.25, etc.;εὐθυτέρα ὁδός X.Cyr.1.3.4
;ὁδοὺς εὐθείας ἔτεμε Th.2.100
;ῥόμβος ἀκόντων Pi.O.13.93
; εὐθείᾳ (sc. ὁδῷ) by the straight road, Pl.Lg. 716a;εὐθεῖαν ἕρπε A.Fr. 195
; τὴν εὐ. E.Med. 384;ἐπ' εὐθείας D.S.19.38
, Ascl.Tact.2.6, Plot.2.1.8; so alsoεἰς τὸ εὐ.βλέπειν X.Eq.7.17
, etc.; πλήρης τοῦ εὐθέος tired of going straight forward, ib.14; ἡ ἐς τὸ εὐ. τῆς ῥητορικῆς ὁδός the direct road to.., Luc.Rh.Pr. 10; κατ' εὐθύ on level ground, LXX 3 Ki.21.23; but ἡ κατ' εὐ. τάσις in the direct line, Apollon.Cit.2; on the same side, Gal.8.62; also, opp. εἰς τὸ ἐντός, Plot.6.7.14.2 in moral sense, straightforward, frank, of persons, ;κοινᾶνι παρ' εὐθυτάτῳ Pi.P.3.28
;ῥῆτραι Tyrt.4.6
;τόλμα Pi.O. 13.12
;δίκα Id.N.10.12
;κρῖνε δ' εὐθεῖαν δίκην A.Eu. 433
, cf.Ἀρχ. Ἐφ. 1911.134
([place name] Gonni);ὁ εὐθὺς λόγος E.Hipp. 492
;τὸ εὐ. τε καὶ τὸ ἐλεύθερον Pl.Tht. 173a
; ἀπὸ τοῦ εὐθέος λέγειν to speak straight out, Th.3.43; ἐκ τοῦ εὐ. ὑπουργεῖν outright, openly, without reserve, Id.1.34; ἐκ τοῦ εὐ., opp. δι' αἰνιγμάτων, Paus.8.8.3: in fem.,τὴν εὐθεῖάν τινι συνειπεῖν Plu.Cic.7
;ἁπλῶς καὶ δι' εὐθείας Id.2.408e
; ἀπ' εὐθείας ib.57a, Fab.3; κατ' εὐθεῖαν by direct reasoning, Dam.Pr. 432; μηδὲν ἐξ εὐθείας παρέχει (an amulet) does no good directly, Sor.2.42.3 εὐθεῖα, ἡ, as Subst.,a (sc. γραμμή) straight line, Arist.APr. 49b35, al., Euc. 1 Def.7, al.; ἐπ' εὐθείας εἶναι lie in a straight line, Archim.Con.Sph.7, al.; ἐπὶ τὴν αὐτὴν εὐ., ἐπὶ τῆς αὐτῆς εὐ. ἐκτείνειν, in the same line, Plb. 3.113.2,3; ἐπὶ μίαν εὐ. ib.8: [comp] Comp.,εὐθυτέρα ἡ γραμμὴ γίνεται Arist. Mech. 855a24
.b (sc. πτῶσις) nominative case, D.T.636.5, A.D. Pron.6.11, etc.; κατ' εὐθύ in the nominative, Arist.SE 182a3.B as Adv., [full] εὐθύς and [full] εὐθύ, the former prop. of Time, the latter of Place, Phryn.119, etc.I [full] εὐθύ, of Place, straight, usu. of motion or direction, straight to..,h.Merc.
342; ; εὐ. [τὴν ἐπὶ] Βαβυλῶνος straight towards.., X.Cyr.5.2.37: and so c. gen., εὐ. τῶν κυρηβίων, εὐθὺ Πελλήνης, Ar.Eq. 254, Av. 1421;εὐ.τοῦ Διός Id. Pax68
;εὐ. τοὐρόφου Eup.47
; , cf. Th.8.88, etc.; ἀποθανούμενος ᾔει εὐ. τοῦ δαιμονίου in opposition to.., Pl.Thg. 129a (s.v.l.); cf. ἰθύς.b νῆσον οἰκεῖ εὐθὺ Ἴστρου opposite.., Max.Tyr.15.7.3 rarely of Time, Philoch.144, Arist.Rh. 1414b25, UPZ77.27 (ii B.C.), PGrenf.1.1.24 (ii B.C.), Aristeas 24, Luc.Nav.22.II [full] εὐθύς,1 of Time, straightway, forthwith, Pi.O.8.41;ὁ δ' εὐ. ὡς ἤκουσε A.Pers. 361
;ὁ δ' εὐ. ἐξῴμωξεν S.Aj. 317
;τὸ μὲν εὐ. τὸ δὲ καὶ διανοούμενον Th.1.1
, cf. 5.3, 7.77; joined with other adverbial words,τάχα δ' εὐ. ἰών Pi.P.4.83
;εὐ. κατὰ τάχος Th.6.101
; εὐ. παραχρῆμα (v. sub παραχρῆμα); εὐ. ἀπ' αρχῆς Ar. Pax84
(anap.);εὐ. ἐξ ἀρχῆς X.Cyr.7.2.16
; ἐξ ἀρχῆς εὐ. Arist.Pol. 1287b10;εὐ. κατ' ἀρχάς Pl.Ti. 24b
;ἀφ' ἑσπέρας εὐ. ἤδη Luc. Gall.1
; εὐ. ἐκ νέου, ἐκ παιδός, even from one's youth, Pl.R. 485d, 519a;εὐ. ἐκ παιδίου X.Cyr.1.6.20
: with a part.,εὐ. νέοι ὄντες Th.2.39
;εὐ. ἥκων X.An.4.7.2
;εὐ. ἀπεκτονώς D.23.127
; τοῦ θέρους εὐ. ἀρχομένου just at the beginning of summer, Th.2.47; ἀρξάμενος εὐ. καθισταμένου [τοῦ πολέμου] from the very beginning of the war, Id.1.1; εὐ. ἀποβεβηκότι immediately on disembarking, Id.4.43; εὐ. γενομένοις at the moment of birth, Pl.Tht. 186b: metaph., at once, naturally, ὑπάρχει εὐθὺς γένη ἔχον τὸ ὄν Being falls at once into genera, Arist. Metaph. 1004a5, cf.Po. 1452a14: with Subst.,ἡ τῶν Ἰταλιωτῶν εὐθὺς φυγή Hdn.8.1.5
.2 less freq. in a local relation, ὑπὲρ τῆς πόλεως εὐ. just above the city, Th.6.96; παρ' αὐτὴν εὐ. ὁ ἔσπλους ἐστίν directly past it (the mole), Id.8.90; ἐγγύτατα τούτου εὐ. ἐχομένη immediately adjoining this, ibid., cf. Theoc.25.23; εὐ. ἐπὶ τὴν γέφυραν Foed. ap. Th.4.118, cf. X.Cyr.7.2.1,2, 2.4.24, Ages.1.29; τὴν εὐ. Ἄργους κἀπιδαυρίας ὁδόν the road leading straight to Argos, E.Hipp. 1197 (condemned by Phot.);εὐ. Λυκείου Pherecr.110
, cf. Arist.HA 498a32, etc.3 of Manner, directly, simply, v.l. in Pl.Men. 100a.4 like αὐτίκα 11: for instance, to take the first example that occurs,ὥσπερ ζῷον εὐθύς Arist.Pol. 1277a6
, cf. Cael. 284b10, etc.;οἷον εὐθύς Cleom. 1.1
, D.Chr.11.145.C regul. Adv. [full] εὐθέως, used just as εὐθύς, S.Aj.31, OC 994, E. Fr.31, Pl.Phd. 63a, etc.; αἰσθόμενος εὐθέως as soon as he perceived, Lys.3.11;ἐπεὶ εὐθέως ᾔσθοντο X.HG3.2.4
;εὐθέως παραχρῆμα Antipho 1.20
, D.52.6.2 = εὐθύς B. 11.4, οἷον εὐθέως as for example, Plb.6.52.1,12.5.6 (dub. sens. in Hp.Art.55); so εὐ. alone, Ph.2.589. ( εὐθέως is the commoner form in later Greek, PCair.Zen.34.17 (iii B.C.), etc.)
См. также в других словарях:
ευθύς — εία, ύ (ΑΜ εὐθύς, εῑα, ύ, Α ιων. και επικ. τ. ἰθύς) 1. αυτός που έχει τη διεύθυνση τής ευθείας γραμμής, αυτός που δεν λυγίζει ούτε αλλάζει κατεύθυνση (α. «ευθύς οδός» β. «εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι», Πίνδ.) 2. (με ηθ. έννοια)… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
σχήμα — Χαρακτηρίζεται έτσι στα μαθηματικά κάθε υποσύνολο του επίπεδου είτε του συνηθισμένου χώρου. Έτσι οι καμπύλες (επίπεδες είτε όχι), οι επιφάνειες, τα στερεά του χώρου, τα μέρη του επίπεδου, που αποτελούν το εσωτερικό μιας απλής κλειστής καμπύλης… … Dictionary of Greek
τμήμα — το / τμῆμα, ήματος, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τμᾱμα, άματος, Α 1. τεμάχιο, κομμάτι 2. υποδιαίρεση, μέρος ενός συνόλου (α. «μεγάλο τμήμα τού δάσους κάηκε» β. «τὰ τῆς οἰκουμένης τμήματα», Γρηγ. Ναζ.) 3. μαθ. το επακριβώς καθορισμένο μέρος μιας ευθείας, μιας … Dictionary of Greek